φροντίσεις

φροντίσεις
φρόντισις
care
fem nom/voc pl (attic epic)
φρόντισις
care
fem nom/acc pl (attic)
φροντίζω
consider
aor subj act 2nd sg (epic)
φροντίζω
consider
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») …   Dictionary of Greek

  • στίξη — η 1. επίθεση στιγμάτων. 2. το να βάζει κάποιος ειδικά σημεία για το χώρισμα των περιόδων και προτάσεων: Να φροντίσεις να μάθεις τους κανόνες της στίξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”